- όγκωση
- η1. ηπράξη και το αποτέλεσμα του ογκώνω, η αύξηση του όγκου, το φούσκωμα.2. (ιατρ.) η αύξηση του όγκου μέρους του σώματος, το πρήξιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.